θαμνώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θαμνώδης | η | θαμνώδης | το | θαμνώδες |
γενική | του | θαμνώδους | της | θαμνώδους | του | θαμνώδους |
αιτιατική | τον | θαμνώδη | τη | θαμνώδη | το | θαμνώδες |
κλητική | θαμνώδη(ς) | θαμνώδης | θαμνώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θαμνώδεις | οι | θαμνώδεις | τα | θαμνώδη |
γενική | των | θαμνωδών | των | θαμνωδών | των | θαμνωδών |
αιτιατική | τους | θαμνώδεις | τις | θαμνώδεις | τα | θαμνώδη |
κλητική | θαμνώδεις | θαμνώδεις | θαμνώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θαμνώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θαμνώδης < αρχαία ελληνική θάμν(ος) + -ώδης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θaˈmno.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐μνώ‐δης
Επίθετο
επεξεργασίαθαμνώδης, -ης, -ες
- (βοτανική) που μοιάζει με θάμνο
- ⮡ θαμνώδης βλάστηση
- ≈ συνώνυμα: θαμνοειδής
- (βοτανική) που είναι γεμάτος από θάμνους
- ⮡ θαμνώδης περιοχή
Συγγενικά
επεξεργασία- θαμνοειδής
- → και δείτε τη λέξη θάμνος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
θαμνωδεσ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | θαμνώδης | τὸ | θαμνῶδες | ||
γενική | τοῦ/τῆς | θαμνώδους | τοῦ | θαμνώδους | ||
δοτική | τῷ/τῇ | θαμνώδει | τῷ | θαμνώδει | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | θαμνώδη | τὸ | θαμνῶδες | ||
κλητική ὦ! | θαμνῶδες | θαμνῶδες | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | θαμνώδεις | τὰ | θαμνώδη | ||
γενική | τῶν | θαμνώδων | τῶν | θαμνώδων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | θαμνώδεσῐ(ν) | τοῖς | θαμνώδεσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | θαμνώδεις | τὰ | θαμνώδη | ||
κλητική ὦ! | θαμνώδεις | θαμνώδη | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θαμνώδει | τὼ | θαμνώδει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θαμνώδοιν | τοῖν | θαμνώδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θαμνώδης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θάμν(ος) + -ώδης
Επίθετο
επεξεργασίαθαμνώδης, -ης, -ες (ελληνιστική κοινή)
- (βοτανική) συνώνυμο του θαμνοειδής, νέα ελληνικά: θαμνώδης
Πηγές
επεξεργασία- θαμνώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.