θαμνώδης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θαμνώδης | η | θαμνώδης | το | θαμνώδες |
γενική | του | θαμνώδους | της | θαμνώδους | του | θαμνώδους |
αιτιατική | τον | θαμνώδη | τη | θαμνώδη | το | θαμνώδες |
κλητική | θαμνώδη(ς) | θαμνώδης | θαμνώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θαμνώδεις | οι | θαμνώδεις | τα | θαμνώδη |
γενική | των | θαμνωδών | των | θαμνωδών | των | θαμνωδών |
αιτιατική | τους | θαμνώδεις | τις | θαμνώδεις | τα | θαμνώδη |
κλητική | θαμνώδεις | θαμνώδεις | θαμνώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θαμνώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θαμνώδης < αρχαία ελληνική θάμν(ος) + -ώδης
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /θaˈmno.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐μνώ‐δης
ΕπίθετοΕπεξεργασία
θαμνώδης, -ης, -ες
- (βοτανική) που μοιάζει με θάμνο
- ↪ θαμνώδης βλάστηση
- ≈ συνώνυμα: θαμνοειδής
- (βοτανική) που είναι γεμάτος από θάμνους
- ↪ θαμνώδης περιοχή
Επεξεργασία
- θαμνοειδής
- → και δείτε τη λέξη θάμνος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θαμνώδης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θάμν(ος) + -ώδης
ΕπίθετοΕπεξεργασία
θαμνώδης, -ης, -ες (ελληνιστική κοινή)
- (βοτανική) συνώνυμο του θαμνοειδής, νέα ελληνικά: θαμνώδης
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «θαμνώδης» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.