τριχωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τριχωτός | η | τριχωτή | το | τριχωτό |
γενική | του | τριχωτού | της | τριχωτής | του | τριχωτού |
αιτιατική | τον | τριχωτό | την | τριχωτή | το | τριχωτό |
κλητική | τριχωτέ | τριχωτή | τριχωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τριχωτοί | οι | τριχωτές | τα | τριχωτά |
γενική | των | τριχωτών | των | τριχωτών | των | τριχωτών |
αιτιατική | τους | τριχωτούς | τις | τριχωτές | τα | τριχωτά |
κλητική | τριχωτοί | τριχωτές | τριχωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριχωτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίατριχωτός
- που έχει πολλές τρίχες, πυκνό τρίχωμα
Εκφράσεις
επεξεργασία- το τριχωτό της κεφαλής: το μέρος του κεφαλιού που καλύπτεται από μαλλιά
Συνώνυμα
επεξεργασία- μαλλιαρός
- δασύτριχος
- αρκούδας
- μνιαρός (προσοχή, με ν, τριχωτός και απαλός*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριχωτός
|