Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δασύτριχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δασύτριχ
ος
η
δασύτριχ
η
το
δασύτριχ
ο
γενική
του
δασύτριχ
ου
της
δασύτριχ
ης
του
δασύτριχ
ου
αιτιατική
τον
δασύτριχ
ο
τη
δασύτριχ
η
το
δασύτριχ
ο
κλητική
δασύτριχ
ε
δασύτριχ
η
δασύτριχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δασύτριχ
οι
οι
δασύτριχ
ες
τα
δασύτριχ
α
γενική
των
δασύτριχ
ων
των
δασύτριχ
ων
των
δασύτριχ
ων
αιτιατική
τους
δασύτριχ
ους
τις
δασύτριχ
ες
τα
δασύτριχ
α
κλητική
δασύτριχ
οι
δασύτριχ
ες
δασύτριχ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δασύτριχος
< (
ελληνιστική κοινή
)
δασύθριξ
<
δασύς
+
θρίξ
(
γενική:
τριχός
)
Επίθετο
επεξεργασία
δασύτριχος, -η, -ο
που καλύπτεται από
δασύ
(πυκνό)
τρίχωμα
δασύτριχο
στήθος
Συνώνυμα
επεξεργασία
μαλλιαρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δασύτριχος
αγγλικά
:
hairy
(en)
γερμανικά
:
behaart
(de)
,
haarig
(de)
σερβοκροατικά
:
dlakav
(sh)
τουρκικά
:
kıllı
(tr)