Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασύτριχος η δασύτριχη το δασύτριχο
      γενική του δασύτριχου της δασύτριχης του δασύτριχου
    αιτιατική τον δασύτριχο τη δασύτριχη το δασύτριχο
     κλητική δασύτριχε δασύτριχη δασύτριχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασύτριχοι οι δασύτριχες τα δασύτριχα
      γενική των δασύτριχων των δασύτριχων των δασύτριχων
    αιτιατική τους δασύτριχους τις δασύτριχες τα δασύτριχα
     κλητική δασύτριχοι δασύτριχες δασύτριχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασύτριχος < (ελληνιστική κοινή) δασύθριξ < δασύς + θρίξ (γενική: τριχός)

  Επίθετο επεξεργασία

δασύτριχος, -η, -ο

δασύτριχο στήθος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία