δασύθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
*δασύθρῐχ- δασύτρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | δασύθριξ | οἱ/αἱ | δασύτριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | δασύτριχος | τῶν | δασυτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | δασύτριχῐ | τοῖς/ταῖς | δασύτριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | δασύτριχᾰ | τοὺς/τὰς | δασύτριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | δασύθριξ | δασύτριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δασύτριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δασυτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δασύθριξ (ελληνιστική κοινή) < δασύ(ς) + -θριξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδασύθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή) που είναι δασύτριχος
Πηγές
επεξεργασία- δασύθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.