λόγγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λόγγος | οι | λόγγοι |
γενική | του | λόγγου | των | λόγγων |
αιτιατική | τον | λόγγο | τους | λόγγους |
κλητική | λόγγε | λόγγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λόγγος < μεσαιωνική ελληνική λόγγος[1] < σλαβικής προέλευσης [1] лѫгъ (lǫgŭ) / луг (lug) (λιβάδι, λόγγος) < πρωτοσλαβική *lǫgъ (κοίλωμα, βαθούλωμα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈloŋ.gos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λόγ‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λόγγος αρσενικό
- το σημείο ή η περιοχή του βουνού η οποία έχει πυκνή βλάστηση από θαμνώδη φυτά όπως πουρνάρια, κουμαριές κ.ά. Η πυκνότητα της βλάστησης είναι τόσο μεγάλη που είναι (ενδεχομένως) αδύνατη η διέλευση μέσα από αυτήν την περιοχή.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 λόγγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας