Ετυμολογία

επεξεργασία
λογγώνω < λόγγος + -ώνω

λογγώνω

  1. (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε λόγγο
    το χωράφι έχει μείνει ακαλλιέργητο για μια δεκαετία και τώρα έχει λογκώσει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία