λογγώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλογγώνω
- (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε λόγγο
- το χωράφι έχει μείνει ακαλλιέργητο για μια δεκαετία και τώρα έχει λογκώσει
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογγώνω | λόγγωνα | θα λογγώνω | να λογγώνω | λογγώνοντας | |
β' ενικ. | λογγώνεις | λόγγωνες | θα λογγώνεις | να λογγώνεις | λόγγωνε | |
γ' ενικ. | λογγώνει | λόγγωνε | θα λογγώνει | να λογγώνει | ||
α' πληθ. | λογγώνουμε | λογγώναμε | θα λογγώνουμε | να λογγώνουμε | ||
β' πληθ. | λογγώνετε | λογγώνατε | θα λογγώνετε | να λογγώνετε | λογγώνετε | |
γ' πληθ. | λογγώνουν(ε) | λόγγωναν λογγώναν(ε) |
θα λογγώνουν(ε) | να λογγώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λόγγωσα | θα λογγώσω | να λογγώσω | λογγώσει | ||
β' ενικ. | λόγγωσες | θα λογγώσεις | να λογγώσεις | λόγγωσε | ||
γ' ενικ. | λόγγωσε | θα λογγώσει | να λογγώσει | |||
α' πληθ. | λογγώσαμε | θα λογγώσουμε | να λογγώσουμε | |||
β' πληθ. | λογγώσατε | θα λογγώσετε | να λογγώσετε | λογγώστε | ||
γ' πληθ. | λόγγωσαν λογγώσαν(ε) |
θα λογγώσουν(ε) | να λογγώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λογγώσει | είχα λογγώσει | θα έχω λογγώσει | να έχω λογγώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λογγώσει | είχες λογγώσει | θα έχεις λογγώσει | να έχεις λογγώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λογγώσει | είχε λογγώσει | θα έχει λογγώσει | να έχει λογγώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λογγώσει | είχαμε λογγώσει | θα έχουμε λογγώσει | να έχουμε λογγώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λογγώσει | είχατε λογγώσει | θα έχετε λογγώσει | να έχετε λογγώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λογγώσει | είχαν λογγώσει | θα έχουν λογγώσει | να έχουν λογγώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογγώνω
|