Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
κουμαριά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουμαριά οι κουμαριές
      γενική της κουμαριάς των κουμαριών
    αιτιατική την κουμαριά τις κουμαριές
     κλητική κουμαριά κουμαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ώριμοι κι ανώριμοι καρποί της κουμαριάς

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουμαριά < μεσαιωνική ελληνική κουμαρέα < κούμαρον < αρχαία ελληνική κόμαρος (<κόμη(;))

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουμαριά θηλυκό

  • (φυτό) αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Arbutus unedo) με οδοντωτά φύλλα και λευκά άνθη, που βγάζει κόκκινους εδώδιμους καρπούς

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία