κόμαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | κόμαρος | οι | κόμαροι |
γενική | του/της | κόμαρου | των | κόμαρων |
αιτιατική | τον/την | κόμαρο | τους/τις | κόμαρους |
κλητική | κόμαρε | κόμαροι | ||
Κατηγορία όπως «ιμπρεσάριος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόμαρος < αρχαία ελληνική κόμαρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόμαρος αρσενικό ή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) (φυτό) η κουμαριά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κόμαρος
|