Δείτε επίσης: λόγγος, Λογγός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λόγγος οι Λόγγοι
      γενική του Λόγγου των Λόγγων
    αιτιατική τον Λόγγο τους Λόγγους
     κλητική Λόγγε Λόγγοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈloŋ.gos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λόγ‐γος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Λόγγος < λόγγος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λόγγος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Λόγγος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λόγγος αρσενικό (θηλυκό Λόγγου)

Μεταγραφές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λόγγος οἱ Λόγγοι
      γενική τοῦ Λόγγου τῶν Λόγγων
      δοτική τῷ Λόγγ τοῖς Λόγγοις
    αιτιατική τὸν Λόγγον τοὺς Λόγγους
     κλητική ! Λόγγε Λόγγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λόγγω
γεν-δοτ τοῖν  Λόγγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λόγγος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λόγγος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία