Λόγγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈloŋ.gos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λόγ‐γος
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Λόγγος < λόγγος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λόγγος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Λόγγος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λόγγος αρσενικό (θηλυκό Λόγγου)
Μεταγραφές επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Λόγγος | οἱ | Λόγγοι | ||||
γενική | τοῦ | Λόγγου | τῶν | Λόγγων | ||||
δοτική | τῷ | Λόγγῳ | τοῖς | Λόγγοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Λόγγον | τοὺς | Λόγγους | ||||
κλητική ὦ! | Λόγγε | Λόγγοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λόγγω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Λόγγοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λόγγος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λόγγος αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Λόγγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.