πυκνότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυκνότητα < αρχαία ελληνική πυκνότης < πυκνός + -ότης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈkno.ti.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυκνότητα θηλυκό
- (χημεία) η ποσότητα της μάζας ενός υλικού που περιέχεται στη μονάδα του όγκου