σκιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκιά | οι | σκιές |
γενική | της | σκιάς | των | σκιών |
αιτιατική | τη | σκιά | τις | σκιές |
κλητική | σκιά | σκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sciˈa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐ά
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκιά θηλυκό
- η σκοτεινή περιοχή που σχηματίζεται στη μία πλευρά ενός αντικειμένου, όταν μια φωτεινή πηγή το φωτίζει από την άλλη πλευρά
- ↪ Κάτσαμε να ξεκουραστούμε στη σκιά του μεγάλου πλάτανου.
- (γενικότερα) σχετικά σκοτεινή περιοχή, σκοτάδι
- ↪ Ο ύποπτος χάθηκε μέσα στις σκιές της νύχτας.
- (μεταφορικά) για κάτι που στενοχωρεί
- ↪ μια σκιά φόβου, μια σκιά υποψίας
- (μεταφορικά) για να δηλώσει παρακμή, αδυναμία
- ↪ Έχει γίνει η σκιά του παλιού του εαυτού.
- (μεταφορικά) κάτι που μας ακολουθεί παντού
- ↪ Έγινα η σκιά του, τον ακολουθούσα παντού, αλλά δεν ανακάλυψα τίποτα ύποπτο.
- (κοσμετολογία) είδος καλλυντικού για το χρωμάτισμα της περιοχής των ματιών στα βλέφαρα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
σκια-
σκια-
- σκιάζω (ισκιώνω), σκιάζω (φοβίζω)
- σκιάδιο
- σκίαση
- σκίαστρο
- σκιάχτρο
- σκιερός
- σκίουρος
- σκιώδης
- σύσκιο
- → και δείτε τη λέξη ίσκιος
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκιά
Πηγές
επεξεργασία- σκιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σκιᾱ́ | αἱ | σκιαί |
γενική | τῆς | σκιᾶς | τῶν | σκιῶν |
δοτική | τῇ | σκιᾷ | ταῖς | σκιαῖς |
αιτιατική | τὴν | σκιᾱ́ν | τὰς | σκιᾱ́ς |
κλητική ὦ! | σκιᾱ́ | σκιαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκιᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκιαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκιά θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
σκια-
σκια-
- ἀμφίσκιος
- ἀνεπισκίαστος
- ἀντίσκιος
- ἀποσκιάξω
- ἀποσκίασμα
- ἀποσκιασμός
- ἀποσκιάζω
- ἀσκίαστος
- ἀσκιαστόω
- βαθύσκιος
- βραχύσκιος
- δαφνόσκιος
- ἔνσκιος
- ἐπάσκιον
- ἐπισκίασμα
- ἐπισκιασμός
- ἐπισκιάω
- ἐπισκιάζω
- ἐπίσκιος
- ἑτερόσκιος
- εὐσκίαστος
- εὔσκιος
- φιλόσκιος
- κατασκιάω
- κατασκιάζω
- κατάσκιος
- λιπόσκιος
- μακρόσκιος
- μεγαλόσκιος
- ὀφρυόσκιος
- ὁλόσκιος
- ὀρέσκιος
- παλίνσκιος
- παλίσκιος
- πάνσκιος
- παντάσκιος
- παρασκιάζω
- περισκιασμός
- περισκιάζομαι
- περίσκιος
- πολύσκιος
- σκιάδειον
- σκιαδεύς
- σκιαδηφορέω
- σκιαδήφορος
- σκιαδίσκη
- σκιαδοφορέω
- σκιάεις
- σκιαγραφέω
- σκιαγράφημα
- σκιαγραφία
- σκιαγραφικός
- σκιάγραφος
- σκιαγράφος
- σκίαινα
- σκιαινίς
- σκιακός
- σκιαμαχέω
- σκιαμαχία
- σκιάμαχος
- Σκιάποδες
- σκιαθίς
- σκιαρόκομος
- σκιαρός
- σκιάς
- σκίασις
- σκίασμα
- σκιαστής
- σκιαστικός
- σκιαστός
- σκιατραφέω
- σκιατραφής
- σκιατραφία
- σκιατραφτροφία
- σκιατροφέω
- σκιατροφία
- σκιατροφίας
- σκιαυγέω
- σκιάω
- σκιάζω
- σκιοειδής
- σκιόεις
- σκιοθηρέω
- σκιοθήρης
- σκιοθηρικός
- σκιοθήριον
- σκιόθηρον
- σκιόθρεπτος
- σκιομαντεία
- σκιομαχέω
- σκιοποιέω
- σκιόπρυμνον
- σκιόπρῳρον
- σκιοτροφέω
- σκίουρος
- σκιοφανής
- σκιοφόρος
- σκιόφως
- σκιόψυκτος
- σκιώδης
- σκιώδιον
- σκιωτός
- συσκίασις
- συσκίασμα
- συσκιασμός
- συσκιάζω
- σύσκιος
- ὑποσκίασις
- ὑποσκιάω
- ὑποσκιάζω
- ὑποσκιόεις
- ὑπόσκιος
Πηγές
επεξεργασία- σκιά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.