↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκιά οι σκιές
      γενική της σκιάς των σκιών
    αιτιατική τη σκιά τις σκιές
     κλητική σκιά σκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκιά
 
Πρόβατα που στέκονται στη σκιά ενός δέντρου.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sciˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκι‐ά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκιά θηλυκό

  1. η σκοτεινή περιοχή που σχηματίζεται στη μία πλευρά ενός αντικειμένου, όταν μια φωτεινή πηγή το φωτίζει από την άλλη πλευρά
    ⮡  Κάτσαμε να ξεκουραστούμε στη σκιά του μεγάλου πλάτανου.
  2. (γενικότερα) σχετικά σκοτεινή περιοχή, σκοτάδι
    ⮡  Ο ύποπτος χάθηκε μέσα στις σκιές της νύχτας.
  3. (μεταφορικά) για κάτι που στενοχωρεί
    ⮡  μια σκιά φόβου, μια σκιά υποψίας
  4. (μεταφορικά) για να δηλώσει παρακμή, αδυναμία
    ⮡  Έχει γίνει η σκιά του παλιού του εαυτού.
  5. (μεταφορικά) κάτι που μας ακολουθεί παντού
    ⮡  Έγινα η σκιά του, τον ακολουθούσα παντού, αλλά δεν ανακάλυψα τίποτα ύποπτο.
  6. (κοσμετολογία) είδος καλλυντικού για το χρωμάτισμα της περιοχής των ματιών στα βλέφαρα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
σκια- 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκιᾱ́ αἱ σκιαί
      γενική τῆς σκιᾶς τῶν σκιῶν
      δοτική τῇ σκι ταῖς σκιαῖς
    αιτιατική τὴν σκιᾱ́ν τὰς σκιᾱ́ς
     κλητική ! σκιᾱ́ σκιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σκιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκιά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκιά θηλυκό

  1. σκιά, τμήμα στο οποίο δεν υπάρχει φως, ενώ δίπλα του υπάρχει
  2. ασήμαντο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
σκια-