περίσκιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίσκιος < ελληνιστική κοινή περίσκῐος < αρχαία ελληνική περί + σκιά
Επίθετο
επεξεργασίαπερίσκιος
- (αρχαιοπρεπές) που ρίχνει τριγύρω του σκιά
- (αρχαιοπρεπές) που δέχεται σκιά τριγύρω του
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκιά