Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκιερός η σκιερή το σκιερό
      γενική του σκιερού της σκιερής του σκιερού
    αιτιατική τον σκιερό τη σκιερή το σκιερό
     κλητική σκιερέ σκιερή σκιερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκιεροί οι σκιερές τα σκιερά
      γενική των σκιερών των σκιερών των σκιερών
    αιτιατική τους σκιερούς τις σκιερές τα σκιερά
     κλητική σκιεροί σκιερές σκιερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκιερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκιερός < σκιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sci.eˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκι‐ε‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

σκιερός, -ή, -ο

  1. που βρίσκεται σε σκιά / ίσκιο
  2. που δημιουργεί σκιά / ίσκιο
  3. (αστρονομία) → δείτε τον όρο σκιερό σώμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη σκιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σκιερός σκιερᾱ́ τὸ σκιερόν
      γενική τοῦ σκιεροῦ τῆς σκιερᾶς τοῦ σκιεροῦ
      δοτική τῷ σκιερ τῇ σκιερ τῷ σκιερ
    αιτιατική τὸν σκιερόν τὴν σκιερᾱ́ν τὸ σκιερόν
     κλητική ! σκιερέ σκιερᾱ́ σκιερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σκιεροί αἱ σκιεραί τὰ σκιερᾰ́
      γενική τῶν σκιερῶν τῶν σκιερῶν τῶν σκιερῶν
      δοτική τοῖς σκιεροῖς ταῖς σκιεραῖς τοῖς σκιεροῖς
    αιτιατική τοὺς σκιερούς τὰς σκιερᾱ́ς τὰ σκιερᾰ́
     κλητική ! σκιεροί σκιεραί σκιερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκιερώ τὼ σκιερᾱ́ τὼ σκιερώ
      γεν-δοτ τοῖν σκιεροῖν τοῖν σκιεραῖν τοῖν σκιεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία