σκιερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκιερός | η | σκιερή | το | σκιερό |
γενική | του | σκιερού | της | σκιερής | του | σκιερού |
αιτιατική | τον | σκιερό | τη | σκιερή | το | σκιερό |
κλητική | σκιερέ | σκιερή | σκιερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκιεροί | οι | σκιερές | τα | σκιερά |
γενική | των | σκιερών | των | σκιερών | των | σκιερών |
αιτιατική | τους | σκιερούς | τις | σκιερές | τα | σκιερά |
κλητική | σκιεροί | σκιερές | σκιερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκιερός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκιερός < σκιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sci.eˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐ε‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
σκιερός, -ή, -ο
- που βρίσκεται σε σκιά / ίσκιο
- που δημιουργεί σκιά / ίσκιο
- (αστρονομία) → δείτε τον όρο σκιερό σώμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκιερός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σκιερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκιερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.