Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκιώδης η σκιώδης το σκιώδες
      γενική του σκιώδους της σκιώδους του σκιώδους
    αιτιατική τον σκιώδη τη σκιώδη το σκιώδες
     κλητική σκιώδη(ς) σκιώδης σκιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκιώδεις οι σκιώδεις τα σκιώδη
      γενική των σκιωδών των σκιωδών των σκιωδών
    αιτιατική τους σκιώδεις τις σκιώδεις τα σκιώδη
     κλητική σκιώδεις σκιώδεις σκιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκιώδης < αρχαία ελληνικήσκιώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sciˈo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /sciˈo.ðes/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

σκιώδης, -ης, -ες

  1. σκιερός
  2. που γίνεται σε χαμηλούς τόνους, που δεν έχει ένταση
  3. (πολιτική) που ανήκει στην σκιώδη κυβέρνηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία