fantôme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fantôme < παλαιά γαλλική fantosme
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fantôme | fantômes |
fantôme (fr) αρσενικό
- On dirait que tu as vu un fantôme. - Θα 'λεγε κανείς ότι είδες ένα φάντασμα.
- Belphégor, le fantôme du Louvre - Βεελφεγώρ, το φάντασμα του Λούβρου