fantomatique
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- fantomatique < fantôm(e) fantomat- από την αρχαία ελληνική γενική φαντάσματος + -ique[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɑ̃.tɔ.ma.tik/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fantomatique | fantomatiques |
fantomatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει σχέση ή το χαρακτήρα φαντασμάτων
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ fantomatique - ετυμολογία στο CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé