shadow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαshadow (en)
Επίθετο
επεξεργασίαshadow (en)
Ρήμα
επεξεργασίαshadow (en)
- σκιάζω
- γίνομαι η σκιά κάποιου, τον παρακολουθώ στενά
- (προγραμματισμός) η ενέργεια κατά την οποία μία οντότητα «επικαλύπτει» μία άλλη επειδή έχουν το ίδιο όνομα κάνοντάς την απροσπέλαστη, όπως η τοπική μεταβλητή (local variable) που ορίζεται μέσα σε μία συνάρτηση «επικαλύπτει» μία καθολική μεταβλητή (global variable) που έχει οριστεί εκτώς της συνάρτησης