Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκιαμαχία οι σκιαμαχίες
      γενική της σκιαμαχίας των σκιαμαχιών
    αιτιατική τη σκιαμαχία τις σκιαμαχίες
     κλητική σκιαμαχία σκιαμαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκιαμαχία < (ελληνιστική κοινή) σκιαμαχία < σκιά + μάχη (μάχη με σκιά, με εικονικό δηλαδή αντίπαλο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκιαμαχία θηλυκό

  1. προπόνηση σε μαχητικούς αγώνες, η μάχη με φανταστικό αντίπαλο
    η σκιαμαχία υπάρχει σε κείμενα και σε αγγεία, ως αρχαίο ελληνικό άθλημα, από την εποχή των εκστρατειών του Διονύσου, του Ηρακλή και του Μεγαλέξανδρου
  2. μάταιος και άσκοπος αγώνας με ανύπαρκτο εχθρό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία