σκιαμαχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
σκιαμαχώ
- αγωνίζομαι για κάτι που δεν υπάρχει
- μάχομαι με κάτι ή κάποιον που είναι ανύπαρκο ή ανύπαρκτος
Εκφράσεις επεξεργασία
- κυνηγώ χίμαιρες
- τα βάζω με ανεμόμυλους
- πολεμώ με φαντάσματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκιαμαχώ
|