Ετυμολογία

επεξεργασία
σκιαμαχώ < σκιά + μάχομαι

σκιαμαχώ

  1. αγωνίζομαι για κάτι που δεν υπάρχει
  2. μάχομαι με κάτι ή κάποιον που είναι ανύπαρκο ή ανύπαρκτος

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία