κατασκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασκιάζω < αρχαία ελληνική κατασκιάζω
Ρήμα
επεξεργασίακατασκιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- κατασκιασμένος
- → δείτε τις λέξεις κατά, σκιάζω και σκιά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκιάζω | κατασκίαζα | θα κατασκιάζω | να κατασκιάζω | κατασκιάζοντας | |
β' ενικ. | κατασκιάζεις | κατασκίαζες | θα κατασκιάζεις | να κατασκιάζεις | κατασκίαζε | |
γ' ενικ. | κατασκιάζει | κατασκίαζε | θα κατασκιάζει | να κατασκιάζει | ||
α' πληθ. | κατασκιάζουμε | κατασκιάζαμε | θα κατασκιάζουμε | να κατασκιάζουμε | ||
β' πληθ. | κατασκιάζετε | κατασκιάζατε | θα κατασκιάζετε | να κατασκιάζετε | κατασκιάζετε | |
γ' πληθ. | κατασκιάζουν(ε) | κατασκίαζαν κατασκιάζαν(ε) |
θα κατασκιάζουν(ε) | να κατασκιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκίασα | θα κατασκιάσω | να κατασκιάσω | κατασκιάσει | ||
β' ενικ. | κατασκίασες | θα κατασκιάσεις | να κατασκιάσεις | κατασκίασε | ||
γ' ενικ. | κατασκίασε | θα κατασκιάσει | να κατασκιάσει | |||
α' πληθ. | κατασκιάσαμε | θα κατασκιάσουμε | να κατασκιάσουμε | |||
β' πληθ. | κατασκιάσατε | θα κατασκιάσετε | να κατασκιάσετε | κατασκιάστε | ||
γ' πληθ. | κατασκίασαν κατασκιάσαν(ε) |
θα κατασκιάσουν(ε) | να κατασκιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασκιάσει | είχα κατασκιάσει | θα έχω κατασκιάσει | να έχω κατασκιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασκιάσει | είχες κατασκιάσει | θα έχεις κατασκιάσει | να έχεις κατασκιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκιάσει | είχε κατασκιάσει | θα έχει κατασκιάσει | να έχει κατασκιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκιάσει | είχαμε κατασκιάσει | θα έχουμε κατασκιάσει | να έχουμε κατασκιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκιάσει | είχατε κατασκιάσει | θα έχετε κατασκιάσει | να έχετε κατασκιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκιάσει | είχαν κατασκιάσει | θα έχουν κατασκιάσει | να έχουν κατασκιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκιάζω
|