↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασκιασμένος η κατασκιασμένη το κατασκιασμένο
      γενική του κατασκιασμένου της κατασκιασμένης του κατασκιασμένου
    αιτιατική τον κατασκιασμένο την κατασκιασμένη το κατασκιασμένο
     κλητική κατασκιασμένε κατασκιασμένη κατασκιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασκιασμένοι οι κατασκιασμένες τα κατασκιασμένα
      γενική των κατασκιασμένων των κατασκιασμένων των κατασκιασμένων
    αιτιατική τους κατασκιασμένους τις κατασκιασμένες τα κατασκιασμένα
     κλητική κατασκιασμένοι κατασκιασμένες κατασκιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κατασκιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία