shade
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | shade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shades |
αόριστος | shaded |
παθητική μετοχή | shaded |
ενεργητική μετοχή | shading |
shade (en)
- σκιάζω, αποτρέπω το άμεσο φως να φτάσει σε κάτι
- ⮡ This tree is shading the house.
- Αυτό το δέντρο σκιάζει το σπίτι.
- ⮡ He shaded his eyes with his hand.
- Σκίασε τα μάτια του με το χέρι του.
- ⮡ This tree is shading the house.
- γραμμοσκιάζω, σκιάζω ένα σκίτσο, δημιουργώ σκιές σε σχέδιο σχεδιάζοντας πολλές παράλληλες γραμμές (είτε απολύτως παράλληλες είτε πρόχειρα με το χέρι), σχεδιάζω γραμμωμένη-γραμμωτή σκιά
- ⮡ I am shading (in) a sketch.
- Σκιάζω ένα σκίτσο.
- ⮡ I am shading (in) a sketch.
Πηγές
επεξεργασία
- shade (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- shade (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 797. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκιάζω