blind
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | blind |
συγκριτικός | blinder |
υπερθετικός | blindest |
blind (en)
- τυφλός, που δεν έχει την ικανότητα να βλέπει
- a blind man - ένας τυφλός
- ⮡ blind in the right eye - τυφλός από το δεξί μάτι
- τυφλός, που δεν παρατηρεί ή δεν αντιλαμβάνεται κάτι
- ⮡ blind fanaticism - τυφλός φανατισμός
- τυφλός, για έντονα συναισθήματα που φαίνονται παράλογα
- ⮡ Her blind love for her son makes her not see his flaws.
- Η τυφλή αγάπη της για το γιο της την κάνει να μη βλέπει τα ελαττώματά του.
- ⮡ Her blind love for her son makes her not see his flaws.
- τυφλός, άλογος, για μια κατάσταση ή ένα γεγονός που δεν μπορεί να ελεγχθεί από τη λογική
- ⮡ the blind forces of nature - οι τυφλές δυνάμεις της φύσης
- κλειστός, για κάτι που ένας οδηγός σε ένα αυτοκίνητο δεν μπορεί να δει ή δεν μπορεί να δει στην άλλη πλευρά του
- ⮡ a blind turn - κλειστή στροφή
Σύνθετα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
blind | blinds |
blind (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | blind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blinds |
αόριστος | blinded |
παθητική μετοχή | blinded |
ενεργητική μετοχή | blinding |
blind (en)
- τυφλώνω, κάνω κάποιον μόνιμα τυφλό
- ⮡ He was blinded by an injury/by a cataract.
- Τυφλώθηκε από τραύμα/από καταρράκτη.
- ⮡ He was blinded by an injury/by a cataract.
- τυφλώνω, δυσκολεύω κάποιον να δει για λίγο
- ⮡ The flashes from the journalists’ cameras blinded him.
- Τον τύφλωσαν τα φλας των δημοσιογράφων.
- ⮡ The sun is blinding when you look at it.
- Σε τυφλώνει ο ήλιος όταν τον κοιτάζεις.
- ⮡ The flashes from the journalists’ cameras blinded him.
Πηγές
επεξεργασία- blind (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- blind (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- blind (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- blind (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαblind (de)
Κλίση
επεξεργασίαθετικός βαθμός του blind
γένος | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||
ως κατηγορούμενο | er ist blind | sie ist blind | es ist blind | sie sind blind | |
κλίση χωρίς άρθρο | ονομαστική | blinder | blinde | blindes | blinde |
γενική | blinden | blinder | blinden | blinder | |
δοτική | blindem | blinder | blindem | blinden | |
αιτιατική | blinden | blinde | blindes | blinde | |
με οριστικό άρθρο | ονομαστική | der blinde | die blinde | das blinde | die blinden |
γενική | des blinden | der blinden | des blinden | der blinden | |
δοτική | dem blinden | der blinden | dem blinden | den blinden | |
αιτιατική | den blinden | die blinde | das blinde | die blinden | |
με αόριστο άρθρο | ονομαστική | ein blinder | eine blinde | ein blindes | (keine) blinden |
γενική | eines blinden | einer blinden | eines blinden | (keiner) blinden | |
δοτική | einem blinden | einer blinden | einem blinden | (keinen) blinden | |
αιτιατική | einen blinden | eine blinde | ein blindes | (keine) blinden |
συγκριτικός βαθμός του blind
γένος | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||
ως κατηγορούμενο | er ist blinder | sie ist blinder | es ist blinder | sie sind blinder | |
χωρίς άρθρο | ονομαστική | blinderer | blindere | blinderes | blindere |
γενική | blinderen | blinderer | blinderen | blinderer | |
δοτική | blinderem | blinderer | blinderem | blinderen | |
αιτιατική | blinderen | blindere | blinderes | blindere | |
με οριστικό άρθρο | ονομαστική | der blindere | die blindere | das blindere | die blinderen |
γενική | des blinderen | der blinderen | des blinderen | der blinderen | |
δοτική | dem blinderen | der blinderen | dem blinderen | den blinderen | |
αιτιατική | den blinderen | die blindere | das blindere | die blinderen | |
με αόριστο άρθρο | ονομαστική | ein blinderer | eine blindere | ein blinderes | (keine) blinderen |
γενική | eines blinderen | einer blinderen | eines blinderen | (keiner) blinderen | |
δοτική | einem blinderen | einer blinderen | einem blinderen | (keinen) blinderen | |
αιτιατική | einen blinderen | eine blindere | ein blinderes | (keine) blinderen |
υπερθετικός βαθμός του blind
γένος | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||
ως κατηγορούμενο | er ist am blindesten | sie ist am blindesten | es ist am blindesten | sie sind am blindesten | |
χωρίς άρθρο | ονομαστική | blindester | blindeste | blindestes | blindeste |
γενική | blindesten | blindester | blindesten | blindester | |
δοτική | blindestem | blindester | blindestem | blindesten | |
αιτιατική | blindesten | blindeste | blindestes | blindeste | |
με οριστικό άρθρο | ονομαστική | der blindeste | die blindeste | das blindeste | die blindesten |
γενική | des blindesten | der blindesten | des blindesten | der blindesten | |
δοτική | dem blindesten | der blindesten | dem blindesten | den blindesten | |
αιτιατική | den blindesten | die blindeste | das blindeste | die blindesten | |
με αόριστο άρθρο | ονομαστική | ein blindester | eine blindeste | ein blindestes | (keine) blindesten |
γενική | eines blindesten | einer blindesten | eines blindesten | (keiner) blindesten | |
δοτική | einem blindesten | einer blindesten | einem blindesten | (keinen) blindesten | |
αιτιατική | einen blindesten | eine blindeste | ein blindestes | (keine) blindesten |
Δανικά (da)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαblind (da)
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαblind (no)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαblind (nl)
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαblind (sv)