blind
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | blind |
συγκριτικός | blinder |
υπερθετικός | blindest |
blind (en)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
blind | blinds |
blind (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | blind |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | blinds |
αόριστος | blinded |
παθητική μετοχή | blinded |
ενεργητική μετοχή | blinding |
blind (en)