Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

παραθετικά
θετικός blind
συγκριτικός blinder
υπερθετικός blindest

blind (en)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
blind blinds

blind (en)

  1. τυφλός
  2. στορ, στόρι
    I raise the blinds
    Ανεβάζω τα στόρια
     συνώνυμα: shade

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας blind
γ΄ ενικό ενεστώτα blinds
αόριστος blinded
παθητική μετοχή blinded
ενεργητική μετοχή blinding

blind (en)



Γερμανικά (de)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

blind (de)



Δανικά (da)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

blind (da)



Νορβηγικά (no)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

blind (no)



Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

blind (nl)



Σουηδικά (sv)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

blind (sv)