blind
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | blind |
συγκριτικός | blinder |
υπερθετικός | blindest |
blind (en)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
blind | blinds |
blind (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | blind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blinds |
αόριστος | blinded |
παθητική μετοχή | blinded |
ενεργητική μετοχή | blinding |
blind (en)
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
blind (de)
Δανικά (da)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
blind (da)
Νορβηγικά (no)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
blind (no)
Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
blind (nl)
Σουηδικά (sv)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
blind (sv)