παραθετικά
θετικός blind
συγκριτικός blinder
υπερθετικός blindest

blind (en)

  1. τυφλός, που δεν έχει την ικανότητα να βλέπει
    a blind man - ένας τυφλός
      blind in the right eye - τυφλός από το δεξί μάτι
  2. τυφλός, που δεν παρατηρεί ή δεν αντιλαμβάνεται κάτι
      blind fanaticism - τυφλός φανατισμός
  3. τυφλός, για έντονα συναισθήματα που φαίνονται παράλογα
      Her blind love for her son makes her not see his flaws.
    Η τυφλή αγάπη της για το γιο της την κάνει να μη βλέπει τα ελαττώματά του.
  4. τυφλός, άλογος, για μια κατάσταση ή ένα γεγονός που δεν μπορεί να ελεγχθεί από τη λογική
      the blind forces of nature - οι τυφλές δυνάμεις της φύσης
  5. κλειστός, για κάτι που ένας οδηγός σε ένα αυτοκίνητο δεν μπορεί να δει ή δεν μπορεί να δει στην άλλη πλευρά του
      a blind turn - κλειστή στροφή

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
blind blinds

blind (en)

  1. (μόνο πληθυντικός, the blind) οι τυφλοί
  2. το στορ, στόρι
      Pull up/pull down the blinds.
    Ανεβάζω/κατεβάζω τα στόρια.
     συνώνυμα: shade
ενεστώτας blind
γ΄ ενικό ενεστώτα blinds
αόριστος blinded
παθητική μετοχή blinded
ενεργητική μετοχή blinding

blind (en)

  1. τυφλώνω, κάνω κάποιον μόνιμα τυφλό
      He was blinded by an injury/by a cataract.
    Τυφλώθηκε από τραύμα/από καταρράκτη.
  2. τυφλώνω, δυσκολεύω κάποιον να δει για λίγο
      The flashes from the journalists’ cameras blinded him.
    Τον τύφλωσαν τα φλας των δημοσιογράφων.
      The sun is blinding when you look at it.
    Σε τυφλώνει ο ήλιος όταν τον κοιτάζεις.

blind (de)