στόρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στόρι ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
- παντζούρι με γρίλιες που κλείνει και ανοίγει κάθετα
- εσωτερικό διαχωριστικό πίσω από τζαμαρία
- ⮡ γείρε λίγο το αριστερό στόρι για να βλέπω δίπλα τι γίνεται
Άλλες μορφές
επεξεργασία- στορ (άκλιτο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στόρι
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- στόρι < (άμεσο δάνειο) αγγλική story
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ στόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας