παντζούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παντζούρι | τα | παντζούρια |
γενική | του | παντζουριού | των | παντζουριών |
αιτιατική | το | παντζούρι | τα | παντζούρια |
κλητική | παντζούρι | παντζούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /panˈd͡zu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐τζού‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντζούρι ουδέτερο
- το ξύλινο ή πλαστικό κάλυμμα για παράθυρο, το οποίο συνήθως τοποθετείται εξωτερικά και χρησιμεύει για να εμποδίζει το φως, για την προστασία από αδιάκριτα βλέμματα και για λόγους ασφαλείας
- ⮡ το μεσημέρι κουφώναμε τα παντζούρια και πέφταμε για ύπνο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παντζούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας