Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραθυρόφυλλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παραθυρόφυλλ
ο
τα
παραθυρόφυλλ
α
γενική
του
παραθυρόφυλλ
ου
των
παραθυρόφυλλ
ων
αιτιατική
το
παραθυρόφυλλ
ο
τα
παραθυρόφυλλ
α
κλητική
παραθυρόφυλλ
ο
παραθυρόφυλλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραθυρόφυλλο
<
παράθυρ(ο)
+
-ό-
+
φύλλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραθυρόφυλλο
ουδέτερο
(
λόγιο
)
παντζούρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραθυρόφυλλο
→
δείτε
τη λέξη
παντζούρι