shutter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
shutter | shutters |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαshutter (en)
- το παντζούρι, το παραθυρόφυλλο
- ⮡ The shutters were banging against the wall.
- Τα παντζούρια χτυπούσαν στον τοίχο.
- ⮡ The shutters were banging against the wall.
- (τεχνολογία) κλείστρο μηχανών (φωτογραφικών, λήψης εικόνας, όπλων)