ενικός         πληθυντικός  
shutter shutters

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

shutter (en)

  1. το παντζούρι, το παραθυρόφυλλο
    ⮡  The shutters were banging against the wall.
    Τα παντζούρια χτυπούσαν στον τοίχο.
  2. (τεχνολογία) κλείστρο μηχανών (φωτογραφικών, λήψης εικόνας, όπλων)