Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
volet volets

volet (fr) αρσενικό

  1. το παντζούρι, το παραθυρόφυλλο
  2. το μέρος, το τμήμα