Ετυμολογία

επεξεργασία
τυφλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυφλώνω < αρχαία ελληνική τυφλῶ + -ώνω

τυφλώνω, αόρ.: τύφλωσα, παθ.φωνή: τυφλώνομαι

  1. αφαιρώ την όραση ενός ατόμου
  2. (μεταφορικά, για έντονη συναισθηματική φόρτιση) εμποδίζω την ορθή κριτική σκέψη
  3. (μεταφορικά, για εκτυφλωτικό φως) στραβώνω, θαμπώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα