τυφλώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυφλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τυφλώνω
Ρήμα επεξεργασία
τυφλώνομαι
Συνώνυμα επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τυφλώνομαι | τυφλωνόμουν(α) | θα τυφλώνομαι | να τυφλώνομαι | ||
β' ενικ. | τυφλώνεσαι | τυφλωνόσουν(α) | θα τυφλώνεσαι | να τυφλώνεσαι | (τυφλώνου) | |
γ' ενικ. | τυφλώνεται | τυφλωνόταν(ε) | θα τυφλώνεται | να τυφλώνεται | ||
α' πληθ. | τυφλωνόμαστε | τυφλωνόμαστε τυφλωνόμασταν |
θα τυφλωνόμαστε | να τυφλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | τυφλώνεστε | τυφλωνόσαστε τυφλωνόσασταν |
θα τυφλώνεστε | να τυφλώνεστε | (τυφλώνεστε) | |
γ' πληθ. | τυφλώνονται | τυφλώνονταν τυφλωνόντουσαν |
θα τυφλώνονται | να τυφλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τυφλώθηκα | θα τυφλωθώ | να τυφλωθώ | τυφλωθεί | ||
β' ενικ. | τυφλώθηκες | θα τυφλωθείς | να τυφλωθείς | τυφλώσου | ||
γ' ενικ. | τυφλώθηκε | θα τυφλωθεί | να τυφλωθεί | |||
α' πληθ. | τυφλωθήκαμε | θα τυφλωθούμε | να τυφλωθούμε | |||
β' πληθ. | τυφλωθήκατε | θα τυφλωθείτε | να τυφλωθείτε | τυφλωθείτε | ||
γ' πληθ. | τυφλώθηκαν τυφλωθήκαν(ε) |
θα τυφλωθούν(ε) | να τυφλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τυφλωθεί | είχα τυφλωθεί | θα έχω τυφλωθεί | να έχω τυφλωθεί | τυφλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις τυφλωθεί | είχες τυφλωθεί | θα έχεις τυφλωθεί | να έχεις τυφλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει τυφλωθεί | είχε τυφλωθεί | θα έχει τυφλωθεί | να έχει τυφλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τυφλωθεί | είχαμε τυφλωθεί | θα έχουμε τυφλωθεί | να έχουμε τυφλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε τυφλωθεί | είχατε τυφλωθεί | θα έχετε τυφλωθεί | να έχετε τυφλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τυφλωθεί | είχαν τυφλωθεί | θα έχουν τυφλωθεί | να έχουν τυφλωθεί |