Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυφλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τυφλωμέν
ος
η
τυφλωμέν
η
το
τυφλωμέν
ο
γενική
του
τυφλωμέν
ου
της
τυφλωμέν
ης
του
τυφλωμέν
ου
αιτιατική
τον
τυφλωμέν
ο
την
τυφλωμέν
η
το
τυφλωμέν
ο
κλητική
τυφλωμέν
ε
τυφλωμέν
η
τυφλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τυφλωμέν
οι
οι
τυφλωμέν
ες
τα
τυφλωμέν
α
γενική
των
τυφλωμέν
ων
των
τυφλωμέν
ων
των
τυφλωμέν
ων
αιτιατική
τους
τυφλωμέν
ους
τις
τυφλωμέν
ες
τα
τυφλωμέν
α
κλητική
τυφλωμέν
οι
τυφλωμέν
ες
τυφλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυφλωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
τυφλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
τυφλωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
τυφλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυφλωμένος