τυφλωμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
τυφλωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τυφλωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τυφλωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τυφλωμένος
τυφλωμένων