Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
blindly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
blindly
(en)
τυφλά
:
χωρίς να βλέπω
(
μεταφορικά
) στα κουτουρού