Ουσιαστικό

επεξεργασία

blinding (en)

  1. που είναι τόσο φωτεινός που τυφλώνει
    the light from the explosion was blinding even through the protective goggles
  2. (μεταφορικά) που καταπλήσσει ή εντυπωσιάζει πολύ
  3. η ενέργεια του τυφλώνω

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
  1. ενεργητική μετοχή ενεστώτα του blind