πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκίαστρο τα σκίαστρα
      γενική του σκιάστρου των σκιάστρων
    αιτιατική το σκίαστρο τα σκίαστρα
     κλητική σκίαστρο σκίαστρα
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκίαστρο < (σκιάζω) σκιασ- + -τρο, απόδοση για τη γαλλική abat-jour

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκίαστρο ουδέτερο

  • (λόγιο)
    1. αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει σκιά
    2. το αμπαζούρ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)