Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

abat-jour < abattre, ρίχνω + jour, φωτεινότητα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ba.ʒuːʁ/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

abat-jour (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. το αμπαζούρ, αντανακλαστήρας που στέλνει προς τα κάτω το φως μιας λάμπας
  2. (αρχιτεκτονική) πλάγιο άνοιγμα σε έναν τοίχο που φωτίζει ένα δωμάτιο ή ένα υπόγειο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία



Ιταλικά (it)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

abat-jour < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) γαλλική abat-jour

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

abat-jour (it)

  1. το αμπαζούρ, αντανακλαστήρας που στέλνει προς τα κάτω το φως μιας λάμπας
  2. λάμπα κομοδίνου
  3. το γαλάζιο χρώμα του αμπαζούρ (Pratolini)

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία