Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπαζούρ < λόγιο δάνειο από τη γαλλική abat-jour [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
δύο φωτιστικά με αμπαζούρ

αμπαζούρ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία