αμπαζούρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπαζούρ < λόγιο δάνειο από τη γαλλική abat-jour [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπαζούρ ουδέτερο άκλιτο
- (αντικείμενο) απλή κατασκευή από αδιαφανές γυαλί, πορσελάνη, πλαστικό, μέταλλο, χαρτί ή άλλο υλικό, που προσαρμόζεται σε φορητή συνήθως επιτραπέζια λάμπα, ώστε να συγκεντρώνει το φως σε μια κατεύθυνση, συνήθως προς τα κάτω. Καταχρηστικά και λανθασμένα η λέξη χρησιμοποιείται δηλώνοντας τη φορητή λάμπα, το πορτατίφ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμπαζούρ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αμπαζούρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας