πλαστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλαστικό | τα | πλαστικά |
γενική | του | πλαστικού | των | πλαστικών |
αιτιατική | το | πλαστικό | τα | πλαστικά |
κλητική | πλαστικό | πλαστικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλαστικό < ουδέτερο του επίθετου πλαστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαστικό ουδέτερο
- οργανικό προϊόν, συνθετικό, ημισυνθετικό ή φυσικό εύπλαστο πολυμερές
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπλαστικό