plastic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | plastic |
συγκριτικός | more plastic |
υπερθετικός | most plastic |
plastic (en)
- πλαστικός, που αποτελείται από πλαστικό
- ⮡ a plastic bag - πλαστική σακούλα
- ⮡ a plastic bottle - πλαστικό μπουκάλι
- ⮡ I prefer the glass tumblers to the plastic ones.
- Προτιμώ τα γυάλινα ποτήρια από τα πλαστικά.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plastic | plastics |
plastic (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το πλαστικό
- ⮡ pieces of plastic - κομμάτια από πλαστικό
- ⮡ the plastics industry - η βιομηχανία πλαστικών
- ⮡ Our century can be characterized as the age of plastic.
- Ο αιώνας μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως εποχή του πλαστικού.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plastic | plastics |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαplastic (fr) αρσενικό
- το εκρηκτικό