plastic surgery
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαplastic surgery (en) (μη μετρήσιμο)
- η πλαστική χειρουργική/εγχείρηση, η πλαστική
- ⮡ He is skilled in plastic surgery.
- Είναι ειδικός στις πλαστικές εγχειρήσεις.
- ⮡ arm/face/lip plastic surgery - πλαστική βραχιόνων/προσώπου/χειλέων
- ⮡ He is skilled in plastic surgery.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- plastic surgery στην αγγλική Βικιπαίδεια