λάμπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάμπα | οι | λάμπες |
γενική | της | λάμπας | των | λαμπών |
αιτιατική | τη | λάμπα | τις | λάμπες |
κλητική | λάμπα | λάμπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λάμπα < (άμεσο δάνειο) γαλλική lamp(e) + κατάληξη θηλυκού -α < λατινική lampada < αρχαία ελληνική λαμπάς (πυρσός, φως) (αντιδάνειο) < λάμπω[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlam.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐μπα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάμπα θηλυκό
- φωτιστικό σώμα
- ↪ λάμπα υγραερίου
- ηλεκτρικός λαμπτήρας
- (προφορικό) λυχνία κενού
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λάμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας