Δείτε επίσης: λαμπάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάμπα οι λάμπες
      γενική της λάμπας των λαμπών
    αιτιατική τη λάμπα τις λάμπες
     κλητική λάμπα λάμπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Λάμπα πυρακτώσεως και φθορίου

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάμπα < (άμεσο δάνειο) γαλλική lamp(e) + κατάληξη θηλυκού < λατινική lampada < αρχαία ελληνική λαμπάς (πυρσός, φως) (αντιδάνειο) < λάμπω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlam.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐μπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάμπα θηλυκό

  1. φωτιστικό σώμα
    λάμπα υγραερίου
  2. ηλεκτρικός λαμπτήρας
  3. (προφορικό) λυχνία κενού

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία