λαμπόγυαλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμπόγυαλο ουδέτερο
- το γυάλινο προστατευτικό μιας λάμπας πετρελαίου
Εκφράσεις επεξεργασία
- τα κάνω λαμπόγυαλο: τα σπάω, προκαλώ μεγάλες καταστροφές
- όταν ο διαιτητής σφύριξε το πέναλτι, μπήκαν μέσα οι οπαδοί της ομάδας και τα έκαναν λαμπόγυαλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμπόγυαλο
|