Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμπόγυαλο τα λαμπόγυαλα
      γενική του λαμπόγυαλου των λαμπόγυαλων
    αιτιατική το λαμπόγυαλο τα λαμπόγυαλα
     κλητική λαμπόγυαλο λαμπόγυαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμπόγυαλο < λάμπα + γυαλί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαμπόγυαλο ουδέτερο

  • το γυάλινο προστατευτικό μιας λάμπας πετρελαίου

Εκφράσεις επεξεργασία

  • τα κάνω λαμπόγυαλο: τα σπάω, προκαλώ μεγάλες καταστροφές
όταν ο διαιτητής σφύριξε το πέναλτι, μπήκαν μέσα οι οπαδοί της ομάδας και τα έκαναν λαμπόγυαλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία