φωτιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτιστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωτιστικός και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική d΄éclairage.[1]
Επίθετο επεξεργασία
φωτιστικός
- που φωτίζει
- ↪ φωτιστική πηγή
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φωτιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας