Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτιστικός η φωτιστική το φωτιστικό
      γενική του φωτιστικού της φωτιστικής του φωτιστικού
    αιτιατική τον φωτιστικό τη φωτιστική το φωτιστικό
     κλητική φωτιστικέ φωτιστική φωτιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτιστικοί οι φωτιστικές τα φωτιστικά
      γενική των φωτιστικών των φωτιστικών των φωτιστικών
    αιτιατική τους φωτιστικούς τις φωτιστικές τα φωτιστικά
     κλητική φωτιστικοί φωτιστικές φωτιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτιστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωτιστικός και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική d΄éclairage.[1]

  Επίθετο επεξεργασία

φωτιστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία