Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτιστικό τα φωτιστικά
      γενική του φωτιστικού των φωτιστικών
    αιτιατική το φωτιστικό τα φωτιστικά
     κλητική φωτιστικό φωτιστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτιστικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο φωτιστικός < φωτιστικό (σώμα)
 
Φωτιστικά οροφής.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτιστικό ουδέτερο

  • συσκευή φωτισμού, για την παραγωγή φωτός σε σκοτεινό μέρος
Εντός, πωλούνται φωτιστικά δαπέδου και οροφής.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φωτιστικό