πολυέλαιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πολυέλαιος | οι | πολυέλαιοι |
γενική | του | πολυέλαιου & πολυελαίου |
των | πολυέλαιων & πολυελαίων |
αιτιατική | τον | πολυέλαιο | τους | πολυέλαιους & πολυελαίους |
κλητική | πολυέλαιε | πολυέλαιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.liˈe.le.os/
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυέλαιος αρσενικό
- πολυτελές φωτιστικό με πολλά κεριά ή ηλεκτρικές λάμπες που κρέμεται από το ταβάνι μεγάλης αίθουσας δημόσιου κτηρίου ή σαλονιού
Εκφράσεις επεξεργασία
- σιγά τον πολυέλαιο: ειρωνική φράση που λέγεται όταν ακούμε μεγάλα λόγια και υπερβολές