Δείτε επίσης: ὑφασματοπωλεῖον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υφασματοπωλείο τα υφασματοπωλεία
      γενική του υφασματοπωλείου των υφασματοπωλείων
    αιτιατική το υφασματοπωλείο τα υφασματοπωλεία
     κλητική υφασματοπωλείο υφασματοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υφασματοπωλείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑφασματοπωλεῖον· (ύφασμα) υφάσματ- + -ο- + -πωλείο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υφασματοπωλείο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία