Ετυμολογία

επεξεργασία
σεκέρ παρέ < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική شکرپاره (şekerpare) < περσική شکربوره (şakar-būre).[1] Συγγενή: τουρκική şekerpare.
 
Σεκέρ παρέ.

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

σεκέρ παρέ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. şekerpare - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν