πήλινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πήλινος | η | πήλινη | το | πήλινο |
γενική | του | πήλινου | της | πήλινης | του | πήλινου |
αιτιατική | τον | πήλινο | την | πήλινη | το | πήλινο |
κλητική | πήλινε | πήλινη | πήλινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πήλινοι | οι | πήλινες | τα | πήλινα |
γενική | των | πήλινων | των | πήλινων | των | πήλινων |
αιτιατική | τους | πήλινους | τις | πήλινες | τα | πήλινα |
κλητική | πήλινοι | πήλινες | πήλινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πήλινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πήλινος < πηλ(ός + -ινος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpi.li.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πή‐λι‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαπήλινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από πηλό
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πήλινος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πήλινος | ἡ | πηλίνη & πήλινος |
τὸ | πήλινον |
γενική | τοῦ | πηλίνου | τῆς | πηλίνης & πηλίνου |
τοῦ | πηλίνου |
δοτική | τῷ | πηλίνῳ | τῇ | πηλίνῃ & πηλίνῳ |
τῷ | πηλίνῳ |
αιτιατική | τὸν | πήλινον | τὴν | πηλίνην & πήλινον |
τὸ | πήλινον |
κλητική ὦ! | πήλινε | πηλίνη & πήλινε |
πήλινον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πήλινοι | αἱ | πήλιναι & πήλινοι |
τὰ | πήλινᾰ |
γενική | τῶν | πηλίνων | τῶν | πηλίνων & πηλίνων |
τῶν | πηλίνων |
δοτική | τοῖς | πηλίνοις | ταῖς | πηλίναις & πηλίνοις |
τοῖς | πηλίνοις |
αιτιατική | τοὺς | πηλίνους | τὰς | πηλίνᾱς & πηλίνους |
τὰ | πήλινᾰ |
κλητική ὦ! | πήλινοι | πήλιναι & πήλινοι |
πήλινᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηλίνω | τὼ | πηλίνᾱ & πηλίνω |
τὼ | πηλίνω |
γεν-δοτ | τοῖν | πηλίνοιν | τοῖν | πηλίναιν & πηλίνοιν |
τοῖν | πηλίνοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπήλινος, -η, -ον, επίσης -ος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- πήλινος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πήλινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.