πήλινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πήλινος | η | πήλινη | το | πήλινο |
γενική | του | πήλινου | της | πήλινης | του | πήλινου |
αιτιατική | τον | πήλινο | την | πήλινη | το | πήλινο |
κλητική | πήλινε | πήλινη | πήλινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πήλινοι | οι | πήλινες | τα | πήλινα |
γενική | των | πήλινων | των | πήλινων | των | πήλινων |
αιτιατική | τους | πήλινους | τις | πήλινες | τα | πήλινα |
κλητική | πήλινοι | πήλινες | πήλινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πήλινος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πήλινος < πηλ(ός + -ινος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpi.li.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πή‐λι‐νος
Επίθετο επεξεργασία
πήλινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από πηλό
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πήλινος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πήλινος | ἡ | πηλίνη & πήλινος |
τὸ | πήλινον |
γενική | τοῦ | πηλίνου | τῆς | πηλίνης & πηλίνου |
τοῦ | πηλίνου |
δοτική | τῷ | πηλίνῳ | τῇ | πηλίνῃ & πηλίνῳ |
τῷ | πηλίνῳ |
αιτιατική | τὸν | πήλινον | τὴν | πηλίνην & πήλινον |
τὸ | πήλινον |
κλητική ὦ! | πήλινε | πηλίνη & πήλινε |
πήλινον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πήλινοι | αἱ | πήλιναι & πήλινοι |
τὰ | πήλινᾰ |
γενική | τῶν | πηλίνων | τῶν | πηλίνων & πηλίνων |
τῶν | πηλίνων |
δοτική | τοῖς | πηλίνοις | ταῖς | πηλίναις & πηλίνοις |
τοῖς | πηλίνοις |
αιτιατική | τοὺς | πηλίνους | τὰς | πηλίνᾱς & πηλίνους |
τὰ | πήλινᾰ |
κλητική ὦ! | πήλινοι | πήλιναι & πήλινοι |
πήλινᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηλίνω | τὼ | πηλίνᾱ & πηλίνω |
τὼ | πηλίνω |
γεν-δοτ | τοῖν | πηλίνοιν | τοῖν | πηλίναιν & πηλίνοιν |
τοῖν | πηλίνοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πήλινος, -η, -ον, επίσης -ος, -ος, -ον
Πηγές επεξεργασία
- πήλινος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πήλινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.