γίγαντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γίγαντας & γίγας |
οι | γίγαντες |
γενική | του | γίγαντα | των | γιγάντων |
αιτιατική | τον | γίγαντα | τους | γίγαντες |
κλητική | γίγαντα & γίγα |
γίγαντες | ||
Διπλόμορφο: και γίγας. | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γίγαντας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γίγαντας < αρχαία ελληνική Γίγας από την αιτιατική σε -αντα [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝi.ɣan.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γί‐γα‐ντας
Ουσιαστικό επεξεργασία
γίγαντας αρσενικό (θηλυκό γιγάντισσα)
- (λαογραφία) μυθικό ον που συναντάται σε πολλές από τις μυθολογίες του κόσμου· ανθρωπόμορφος αλλά με ύψος και δύναμη πολλές φορές μεγαλύτερα από του κανονικού ανθρώπου
- άνθρωπος με ύψος πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο
- ↪ κάτω από το καλάθι την άμυνα έβγαζε ένας γίγαντας των 2.10
- ≈ συνώνυμα: γιγαντόσωμος, μεγαλόσωμος, ψηλόσωμος, υψηλόσωμος, τεράστιος
- ≠ αντώνυμα: νάνος
- (μεταφορικά) που θεωρείται σημαντική μορφή στον τομέα του
- ↪ ο Σοπενάουερ είναι ένας από τους γίγαντες της γερμανικής φιλοσοφίας
- (προσφώνηση λαϊκότροπο) φιλική προσφώνηση
- ↪ πού 'σαι, ρε γίγαντα!, έλα, ρε γίγαντα!
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη γίγαντες) ποικιλία φασολιών
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- γίγαντας με πήλινα πόδια
επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
όπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ γίγαντας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- γίγαντας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].