γιγαντισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιγαντισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιγαντισμός αρσενικό
- η ιδιότητα του γιγαντιαίου ή η τάση να αποκτήσει κάτι γιγαντιαίο μέγεθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιγαντισμός